- σκίουρος
- (sciurus). Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα είδη τρωκτικών, της οικογένειας των Σκιουριδών, της υπόταξης των Aπλοδόντων. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην υποοικογένεια των Σκιουρινών που περιλαμβάνει πάνω από 30 γένη, κατανεμημένα κατά διαφορετικό τρόπο στην Ευρασία, στην Αμερική και στην Αφρική. Σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης και σ’ εκτεταμένες περιοχές της Ασίας ως τη βόρεια Κίνα είναι διαδομένος ο σκίουρος ο κοινός (Sciurus vulgaris), που αριθμεί διάφορα υποείδη, τα οποία διακρίνονται μεταξύ τους από το μανδύα, το χρώμα του οποίου, στα ανώτερα τμήματα, μπορεί να ποικίλλει από το κοκκινωπό ως το λίγο ή πολύ σκούρο γκρίζο. Το χαριτωμένο αυτό θηλαστικό ζει στα δάση, όπου τρέφεται προπάντων με φρούτα, σπόρους και βλαστούς που αναζητά, σχεδόν μόνο κατά τις ώρες της μέρας, σκαρφαλώνοντας και πηδώντας μ’ ευκινησία μεταξύ των δέντρων· έχει μήκος 40 - 45 εκ., από τα οποία κάπως λιγότερα από τα μισά ανήκουν στην πλούσια ουρά, χαρακτηριστική πολλών Σκιουριδών. Κατά τις αρχές της άνοιξης, ύστερα από 5 - 6 εβδομάδες κύησης, οι θηλυκές γεννούν 3 - 7 μικρά, τυφλά και γυμνά- στο τέλος του θηλασμού, που διαρκεί περίπου ένα μήνα, οι νεαροί σ. έχουν καλυφθεί ήδη από τρίχωμα. Τον Ιούλιο ακολουθεί γενικά δεύτερος τοκετός και νέα μικρά κι έτσι, πριν αρχίσει ο χειμώνας, τα μικρά έχουν μεγαλώσει αρκετά ώστε να τον αντιμετωπίσουν. Το καλοκαίρι οι σ. συσσωρεύουν στις κοιλότητες μεγάλων κορμών δέντρων τις προμήθειες τροφής για τους χειμερινούς μήνες, τους οποίους περνούν σε μερική χειμερία νάρκη. Ο σ. ο κοινός απαντά στα δάση της Μακεδονίας και της Θράκης και είναι γνωστός με το κοινό όνομα βερβερίτσα.
Στη Βόρεια Αμερική οι σ. είναι πολύ διαδομένοι: κατανέμονται σε 4 κύριες ομάδες, που περιλαμβάνουν τους κόκκινους σκίουρους (π.χ. sciurus hudsonicus), τους δυτικούς γκρίζους σ. (sciurus griseus), τους ανατολικούς σ. (sciurus carolinensis) και τους αλωπεκόμορφους σ. (sciurus niger και sciurus arizonensis)·οι τελευταίοι αυτοί, που ζουν μεταξύ Αριζόνας και Μεξικού, φτάνουν το συνολικό μήκος των 60 περίπου εκ., ενώ οι κόκκινοι σ. έχουν μήκος μόνο 35 - 40 εκ.· οι γκρίζοι σ. έχουν ενδιάμεσες διαστάσεις. Οι μεγαλύτερες σ. ζουν στη νοτιοανατολική Ασία και ανήκουν στο γένος Ρατούφα: μεταξύ αυτών αναφέρουμε το γίγαντα σκίουρο το μακρόουρο (Ratufa macrura), που μπορεί να ξεπεράσει το μήκος του ενός μέτρου, περιλαμβανομένων και εξήντα εκατοστών που καταλαμβάνει η ουρά.
Στην υποοικογένεια των Πεταυριστών, που περιλαμβάνει δώδεκα περίπου γένη, περιλαμβάνονται οι ιπτάμενοι σ., διαδομένοι προπάντων στην Ασία (Ινδία, Βόρνεο, Ιάβα) και στη Βόρεια και Κεντρική Αμερική. Χαρακτηρίζονται από μια ευρεία μεμβράνη που εκτείνεται στα πλευρά του σώματος, μεταξύ των δύο ζευγαριών άκρων· με τη μεμβράνη αυτή, οι ιπτάμενοι σ. μπορούν να πραγματοποιούν μεταξύ των δέντρων πτήσεις σε αποστάσεις 25 - 60 μ. Οι σ. αυτοί τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με φυτικές ουσίες, ιδιαίτερα με σπόρους και φρούτα, που αναζητούν κατά τις εσπερινές και νυχτερινές ώρες. Τα μεγαλύτερα είδη είναι διαδομένα από την Ινδία ως την Ιαπωνία και στα νησιά της Σούνδης: π.χ. ο πεταυριστής ή ταγκουάν (petaurista petaurista), που, αν και δεν έχει τις μέγιστες διαστάσεις του γένους, έχει συνολικό μήκος ενός περίπου μέτρου. Σ’ αυτόν η μεμβράνη εκτείνεται ως τα πλευρά του λαιμού και η ουρά, πολύ τριχωτή, φτάνει το μήκος των 55 περίπου εκ.· ο καθαυτό ταγκουάν ζει στη Μαλαϊκή χερσόνησο, αλλά μερικά υποείδη του βρίσκονται επίσης στην Κίνα και στην Ταϋλάνδη.
Στα δάση της βορειοανατολικής Ευρώπης ζουν λίγα είδη ιπτάμενων σ., μεταξύ των οποίων ο σκιουρόπτερος ο ρωσικός (sciuropte-rus russicus), το μήκος του οποίου δε φτάνει τα 30 εκ., περιλαμβανόμενης και της ουράς. Από τους αμερικανικούς ιπτάμενους σ. αναφέρονται ο γλαυκόμης του βορρά (glaucomys sabrinus) και του νότου (glaucomys volans), διαδομένοι αντίστοιχα στο βόρειο τμήμα της Βόρειας Αμερικής και στις νοτιοκεντρικές και ανατολικές περιοχές των ΗΠΑ· το δεύτερο είδος φτάνει το συνολικό μήκος των 25 μόνο εκ., ενώ το άλλο έχει μέσο μήκος λίγο περισσότερο από 30 εκ. Εξαιτίας των συνηθειών τους και διάφορων ανατομικών χαρακτηριστικών, ονομάζονται ιπτάμενοι σ. και μερικά τρωκτικά (ανωμάλουρος), διαδομένα σε διάφορες περιοχές της Αφρικής, που όμως δεν ανήκουν στους Σκιουρίδες, αλλά στην οικογένεια των Ανωμαλουριδών. Τέλος, προπάντων εξαιτίας του σχήματος της ουράς, λέγεται εσφαλμένα πέταυρος σκίουρος ένα μαρσιποφόρο, που, όπως και άλλοι Φαλαγγερίδες, είναι προικισμένο με μεμβράνη: αυτό ζει σε δάση ευκαλύπτων της ανατολικής Αυστραλίας και τρέφεται με βλαστούς και άνθη.
Σκίουρος της Βόρειας Αμερικής, γνωστός ως καρολίνειος (sciurus carolinensis).
Σκίουρος ο ταμίας, που ζει στην Καλιφόρνια.
Οι σκίουροι ζουν σε όλο τον κόσμο, εκτός από την Αυστραλία, τη Μαδαγασκάρη και μερικές ερημικές ζώνες της Αραβίας και της Αιγύπτου. Εδώ, σκίουρος ο ιπτάμενος που ζει στη Βόρεια Αμερική.
Σκίουρος της ευρωπαϊκής ηπείρου (sciurus vaiganis), κοινός και στα ελληνικά δάση.
Μικροί σκίουροι που ανατράφηκαν στο ζωολογικό κήπο της Νέας Υόρκης.
* * *ο, ΝΑζωολ. γενική, σήμερα, ονομασία τρωκτικών που ανήκουν στην οικογένεια σκιουρίδες τής υπόταξης σκιουρόμορφα, και ιδίως, τών δενδρόβιων ειδών με τη χαρακτηριστική μακριά και φουντωτή ανορθωμένη ουρά, με γνωστότερο και πιο διαδεδομένο είδος τον κοινό σκίουρο ή βερβερίτσανεοελλ.φρ. α) «ιπτάμενος σκίουρος»ζωολ. ομάδα σκιουρόμορφων τρωκτικών που ανήκουν στην υποοικογένεια πεταυριστίνες τής οικογένειας σκιουρίδες και είναι δενδρόβια ζώα με πτητική μεμβράνη, μια διπλή δερματική πτυχή που συνδέει από το ένα και το άλλο πλευρό τον λαιμό, τα πρόσθια και τα οπίσθια άκρα και επιτρέπει στα ζώα αυτά να κάνουν άλματα αερολισθαίνοντας σε μεγάλες αποστάσεις από δένδρο σε δένδρο ή από δένδρο στο έδαφοςβ) «γκρίζος σκίουρος»ζωολ. κοινή ονομασία τού είδους Sciurus carolinensis που ζει στη Βόρεια Αμερική.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. μεί-ουρος. Το ζώο ονομάστηκε έτσι λόγω τής φουντωτής ουράς του].
Dictionary of Greek. 2013.